- αἰγάγρου
- αἴγαγροςthe wild goatmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
IBICES CC — IBICES CC. inter alia animalia herbatica, quae die muneris rapienda populo concessit, Gordianus apud Iul. Capitolin. in Vita eius. Est autem Ibex, Hebt. jaal, quod nomen ab ascensu accepit, eo quod in summis montibus degit, Psalm. 104. v. 18.… … Hofmann J. Lexicon universale
ίβηξ — ὁ, ἡ είδος αιγάγρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ibex < λατ. ibex, icis «τραγέλαφος» … Dictionary of Greek
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
καρατζάς — I Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν ως αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το όνομα Κ. –που στα τουρκικά σημαίνει μαυριδερός– αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 15ου… … Dictionary of Greek
σαμουά — και σαμοά, το, Ν άκλ. κατεργασμένο δέρμα αγριοκάτσικου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chamois «κατεργασμένο δέρμα αίγαγρου» (< υστερολατ. camox)] … Dictionary of Greek
Ελάμ — Βιβλική ονομασία της ιστορικής περιοχής, η οποία βρισκόταν στην ανατολική όχθη του κάτω ρου του Τίγρη· η ΕλυμαΐςΕλυμαία των αρχαίων Ελλήνων και η Σουσιανή των Ρωμαίων. Το πιο γνωστό κέντρο της ήταν τα Σούσα, που ήταν και η πρωτεύουσά της για… … Dictionary of Greek
Λα Σαπέλ-ο-Σεν, άνθρωπος της- — (γαλλ. L’ homme de La Chapelle aux Saints). Συμβατική ονομασία που δόθηκε σε ανθρώπινο σκελετό της παλαιολιθικής εποχής, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1908 σε μια μικρή σπηλιά, κοντά στο γαλλικό χωριό Λα Σαπέλ του νομού Κορέζ. Το συγκεκριμένο εύρημα,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Προϊστορικής Θήρας — Το μουσείο που στεγάζει τα αριστουργήματα της προϊστορικής Θήρας εγκαινιάστηκε με μεγάλη λαμπρότητα την άνοιξη του 2000. Στα 600 τ.μ. του δεύτερου ορόφου του κτιρίου, που έχουν διαμορφωθεί με σύγχρονη μουσειακή αντίληψη, εκτίθενται, χωρισμένα σε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… … Dictionary of Greek